Bostanistas.gr : Ιστορίες για να τρεφόμαστε διαφορετικά

Twitter | Facebook | Google+ |

Διαφήμιση

Διαφήμιση

Γευστικές αναμνήσεις: μέσα από το ντόμινο

του Δημήτρη Ψυχογιού Μαγειρικές ιστορίεςΑπόκριες, καρναβάλι, Πάτρα, ερωτισμός, κράκερς

Τα καθίσματα είχαν αφαιρεθεί από τη μεγάλη αίθουσα, στο γυαλιστερό παρκέ συσσωρεύονταν συνεχώς πολύχρωμες σερπαντίνες και κομφετί. Κάθε τόσο υπάλληλοι τα μάζευαν για να μη μπλέκονται στα πόδια των ζευγαριών. Οι μουσικοί είχαν εγκατασταθεί στη σκηνή του θεάτρου, στέλνονταν και σε αυτούς κυματιστές σερπαντίνες, το κομφετί μέσα σε κέρινα αυγά που όταν έφθαναν στο στόχο τους έσπαγαν και τους γέμιζαν πολύχρωμους λεκέδες – δεν υπάρχει αποτελεσματικότερος τρόπος να το πετάς μακριά. «Θα με ζητήσει καμία για χορό», αναρωτιόμουν καπνίζοντας ακουμπισμένος στην κουπαστή ξύλινης σκάλας που μάλλον ανέβαινε προς τα θεωρεία. Η καπνοαπαγόρευση δεν είχε επιβληθεί ακόμη.

Photo: djnike@Flickr
Photo: djnike@Flickr

Οι γυναίκες ήσαν καλυμμένες από την κορυφή ως τα νύχια με μεταξωτά μαύρα ντόμινο, το πρόσωπο κρυμμένο με μαύρη μάσκα – ολοπρόσωπη οι περισσότερες, σε μερικές μόνο γύρω από τα μάτια. Δεν καταλάβαινες ούτε ηλικία ούτε άλλα χαρίσματα, μόνο σωματικές διαστάσεις: ψηλή, κοντή, χοντρή, λεπτή  – α, και τη λάμψη των ματιών όταν ήσουν πολύ κοντά, το σχήμα και τη διάθεση των χειλιών τους όταν δεν τα κάλυπτε ολοπρόσωπη μάσκα. Μοναδικό τους κόσμημα οι τυχερές σερπαντίνες που είχαν καταφέρει να κρατηθούν πάνω στο μεταξωτό ύφασμα, να δοξάσουν και να δοξαστούν για περισσότερη ώρα από τις άτυχες που, μετά από σύντομη εναέρια περήφανη διαδρομή, κατέληγαν στο πάτωμα για να τσαλαπατηθούν και αμέσως μετά στα σκουπίδια. «Θα με ζητήσει καμία για χορό;», αναρωτιόμουν.

Οι άντρες, πολλοί με κοστούμια, άλλοι με τα καθημερινά τους: «ένδυμα περιπάτου» έγραφε στην είσοδο, καθένας κάνει περίπατο ντυμένος όπως θέλει. Όσοι δεν χόρευαν ήδη, περίμεναν όρθιοι γύρω-γύρω στη σάλα ή στα σκαλοπάτια να έρθει κάποια να τους καλέσει – γιατί αυτός είναι ο κανόνας στα πατρινά μπουρμπούλια που γίνονταν στο υπεραιωνόβιο δημοτικό θέατρο «Απόλλων»: οι γυναίκες κρυμμένες μέσα στα ντόμινο διαλέγουν καβαλιέρο για έναν ή περισσότερους χορούς, οι άντρες περιμένουν να επιλεγούν, εκτός και αν είναι αγροίκοι και ενοχλητικοί και την πέφτουν στις κυρίες. «Θα με ζητήσει καμία για χορό, τέλος πάντων;», αδημονούσα καθώς η ώρα περνούσε.

Οι άντρες είχαμε πληρώσει εισιτήριο, η είσοδος για τις κυρίες ήταν δωρεάν, «σωστότερο θα ήταν να τις πληρώνουν κιόλας» σκεφτόμουν παρακολουθώντας το θέαμα – που μου στοίχειωνε από τα μικρά μου χρόνια τη φαντασία: στην Πελοπόννησο το πατρινό καρναβάλι ήταν πάντα οργιαστικός μύθος, αλλά τα «μπουρμπούλια» του, αυτοί οι μυστηριώδεις απογευματινοί χοροί με ανεξέλεγκτα θηλυκά ντόμινο να διαλέγουν συνοδούς, εξήπταν τη φαντασία όσο τίποτα άλλο. «Τι στο διάολο, θα έρθει να με ζητήσει καμία για χορό;». Είχα τελειώσει το τσιγάρο, επιδιδόμουν στη δεύτερη πιο αγαπημένη ασχολία μου μετά το κάπνισμα, στους αποκριάτικους χορούς: να φτιάχνω δίχρωμα γαϊτανάκια πλέκοντας τις σερπαντίνες και να τις φορώ μετά στον λαιμό μου, ή σε άλλους λαιμούς, σαν γιρλάντες. Μέχρι και δύο μέτρα γαϊτανάκι έχω φτιάξει σε αποκριάτικο πάρτι.

Ήμουν με ένα ποτήρι λευκό κρασί στο χέρι, τα ποτά τα αγόραζες από στοιχειώδες μπαρ που είχε στηθεί στη γωνία δίπλα από τη σκηνή. Δυο-τρία γκαρσόνια με παλιακά μαύρα κουστούμια που γυάλιζαν, κυκλοφορούσαν με δίσκους και προσέφεραν δωρεάν θλιβερά καναπεδάκια: στρογγυλά κρακεράκια με «χαβιάρι». Ήταν πασίγνωστο έδεσμα πριν αρκετά χρόνια: μέσα σε σωληνάριο σαν της οδοντόκρεμας υπήρχε αρμυρόγλυκη πάστα, «παρασκεύασμα ωών σολωμού» έγραφε πάνω. Πίεζες το σωληνάριο και έβγαινε ροζ κρέμα για σάντουιτς, καναπεδάκια, τέτοια πράγματα. Προφανώς, παραπροϊόν της παραγωγής μπρικ: όσα αυγά σολωμού έσπαγαν και δεν θα μπορούσαν να λαμποκοπούν πορτοκαλιά σε γυάλινα βαζάκια, πολτοποιούνταν και έμπαιναν σε σωληνάρια τα καημένα.

Δεν πρόλαβα να αναρωτηθώ ξανά, εκείνη ξεκόλλησε από την παρέα των ντόμινο που χασκογελούσαν, ήρθε, μου έβαλε το γαϊτανάκι που ήταν κιόλας μια πιθαμή στην τσέπη, με έσυρε στο κέντρο της αίθουσας. Η ορχήστρα έπαιζε κάτι ζωηρό της μόδας, ο τραγουδιστής έβαζε τα δυνατά του να με συντονίσει στον ρυθμό και εγώ έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα – ποτέ δεν ήμουν σπουδαίος χορευτής. Απέναντί μου, το κατάμαυρο ον· φορούσε μάσκα που του έκρυβε όλο το πρόσωπο, χτυπιόταν ανελέητα κάτω από το φαρδύ ντόμινο, φαινόταν από τις κινήσεις των χεριών η ένταση του χορού της. Της έφυγε η κουκούλα, την ξανάβαλε γρήγορα, πρόλαβα να δω κοντά καστανά μαλλιά. Μετά έπαιξαν, ευτυχώς, το αγαπημένο μου Yesterday, των Μπητλς – στα μπλουζ ήμουν άσος, εμπνευσμένος χορευτής, αλλά όταν το χορεύεις με πλάσμα που δεν ξέρεις αν είναι μικρό ή μεγάλο, με μάτια αλλήθωρα ή γλαρά,  κουτσό ή λυγερό, βλογιοκομμένο ή βελουδένιο, τι έμπνευση να έχεις; Ακόμη και άντρας θα μπορούσε να είναι που έκανε πλάκα – ή που ένιωθε γυναίκα, ακόμη χειρότερα.  Όταν όμως τα χέρια μας ακούμπησαν, δεν μου έμεινε καμιά αμφιβολία πως ήταν γυναίκα.

Μετά το Yesterday, ήρθε δεύτερο ολοσκότεινο ντόμινο από την παρέα να χορέψει μαζί μου, το πρώτο διάλεξε άλλον καβαλιέρο. Η παρέα κοίταγε και χασκογελούσε – φοιτήτριες από το πανεπιστήμιο θα είναι, αποφάσισα. Σερπαντίνες πηγαινοέρχονταν πάνω μου, κονφετί έπεφτε στα μάτια και στο στόμα, ο σαξοφωνίστας σκέπαζε όλα τα άλλα όργανα σε καταπληκτικό σόλο. «Γκάτο Μπαρμπιέρι, η μπαλάντα από το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι», μου ψιθύρισε το ντόμινο. Αποκλείεται να ήταν φοιτήτρια, δεν θα το ήξερε τόσο παλιό κομμάτι, μπορεί καθηγήτριες. Τέλειωσε ο χορός, η ντάμα μου μετακινήθηκε και πήρε άλλον καβαλιέρο, αμέσως ήρθε τρίτο ντόμινο από την παρέα – σαν να χόρευαν καντρίλιες, μόνο που αντί changer de dame, γινόταν changer de cavalier, στις γυναίκες ανήκε η πρωτοβουλία στα μπουρμπούλια.

Photo: etsystatic.com
Photo: etsystatic.com

Το ρεπερτόριο της ήταν μόνο ξένα τραγούδια: ένας ζωηρός χορός εξ αποστάσεως, μετά 3-4 αγκαλιαστοί, μπλουζ, ταγκό ακόμη και βαλς κάπου-κάπου. Προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν ερωτικό κλίμα, τα φώτα χαμήλωναν λίγο στους αγκαλιαστούς χορούς, όχι πολύ όμως, να υπάρξουν παρατράγουδα και παρεξηγήσεις. Έγινε διακοπή, η ορχήστρα πήγε να ξεκουραστεί, σταμάτησε ο χορός, η γυναικοπαρέα συγκεντρώθηκε, ήσαν 5-6. Πήγα και εγώ κοντά, καπνίζοντας και με καινούργιο ποτήρι κρασί στο χέρι. Πήγαινα κάτι να πω, δεν με άκουγαν, έλεγαν μισόλογα μεταξύ τους, κατάλαβα πως ήμουν ανεπιθύμητος. Απομακρύνθηκα, ξέσπασαν στα γέλια, κάποιο αστείο θα είχαν πει για μένα, εκνευρίστηκα, αισθάνθηκα γελοίος. Πήρα ένα καναπεδάκι, το στρογγυλό κρακεράκι με το «χαβιάρι» επάνω, θυμήθηκα μαθητικές εκδρομές και διαλείμματα στο σχολείο με σάντουιτς από το σπίτι: ό,τι και αν έμπαινε ανάμεσα στο ψωμί, το «χαβιάρι» το συνόδευε, ήταν μαγειρική σταθερά, κάπως σαν την κέτσαπ σήμερα. 

Απορροφήθηκα να πλέκω το γαϊτανάκι μου, δεν ήξερα κανέναν, είχα έρθει μόνος μου, από περιέργεια. Όλοι οι άλλοι ήσαν παρέες, άντρες και γυναίκες χωριστά, χασκογελούσαν, έπιναν, φώναζαν, εκσφενδονίζονταν πάντα σερπαντίνες και κονφετί. «Χαζή είναι τελικά αυτή η ιστορία με τα μπουρμπούλια», σκέφθηκα. «Τίποτα δεν συμβαίνει».

Η ορχήστρα ξανάρχισε. Με τον πρώτο χορό, το πρώτο ντόμινο ήρθε κατευθείαν και με πήρε από τη γωνιά μου. Της φόρεσα το γαϊτανάκι μου γιρλάντα. Δεν με άφησε να βρει άλλον όταν τέλειωσε το τραγούδι, έμεινε και στο δεύτερο και στο τρίτο. Δεν μιλάγαμε, συγγνώμη έλεγα μόνο όταν την πατούσα  – και υπέθετα ότι εκείνη χαμογελούσε συγκαταβατικά κάτω από την ολοπρόσωπη μάσκα της.

Η ορχήστρα άρχισε να παίζει το «Δεύτερο Βαλς» του Σοστακόβιτς –  θυμήθηκα την Άννα Καρένινα, το μοιραίο βαλς με τον Βρόνσκι. Δεν ήμουν έξοχος καβαλιέρος σαν εκείνον τον ξελογιαστή, δυστυχώς, αυτή με οδηγούσε, έκανα ό,τι μπορούσα. Κρατούσε με το ένα χέρι της το κάτω μέρος του ντόμινο για να μη σέρνεται πάνω στις σερπαντίνες, με το άλλο το δικό μου, εγώ το άλλο χέρι το είχα στην πλάτη μου, την θυμόμουν από ταινία αυτή την πόζα. Σε μια στιγμή απομακρύνθηκε, στροβιλίστηκε μακριά μου, το απλωμένο χέρι μου κρατούσε επαφή μόνο με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού της. Επιστρέφοντας άρπαξε με τέχνη ένα κρακεράκι με το δεξί από τον δίσκο του γκαρσονιού που ήταν πιο πέρα. Σήκωσε τη μάσκα της, το έβαλε στο στόμα της, «πεινάει» σκέφθηκα.

Πλησίασε, σταμάτησε να χορεύει τόσο ζωηρά, πιαστήκαμε κανονικά, το ένα χέρι μου προτεταμένο κρατούσε το δικό της, το άλλο στη μέση της, τα σώματα μας ακουμπούσαν σχεδόν. Ελευθέρωσε το χέρι της από το δικό μου, σήκωσε τη μάσκα, το καναπεδάκι ήταν ακόμη ανάμεσα στα χείλη της. Μου το έδειξε με το δάχτυλο, δεν καταλάβαινα, επέμεινε – ώσπου κατάλαβα, έσκυψα και το μοιραστήκαμε πάνω τα χείλη της. ‘Ήταν το πιο νόστιμο κρακεράκι που είχα γευτεί στη ζωή μου.

[Ο Δημήτρης Ψυχογιός ήταν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει βιβλία (Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία είναι το τελευταίο του) και στο Βήμα ως «Διόδωρος Κυψελιώτης». Ασχολείται ερασιτεχνικά με την πολιτική, την ελαιοκομία, την οινοποιία και το «Παντοπωλείο της Στοάς Αθανάτων»]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Πρόσφατα άρθρα στην κατηγορία 'Μαγειρικές ιστορίες'