Bostanistas.gr : Ιστορίες για να τρεφόμαστε διαφορετικά

Twitter | Facebook | Google+ |

Διαφήμιση

Διαφήμιση

Γευστικές αναμνήσεις: πίτες που στάζουν

του Δημήτρη Ψυχογιού Μαγειρικές ιστορίεςσουβλάκι, πίτα, γύρος, ψητοπωλείο Διόνυσος

Αποφάσισα να γίνω άντρας: να τρώω πίτες με γύρο, να πίνω μπύρες, να τσακώνομαι για την ομάδα μου, τον Ολυμπιακό, να πηγαίνω να νιώθω πίκρες και χαρές στο Καραϊσκάκη, να βγαίνω με τους φίλους μου σε καφενεία και μπαρ, να έχουμε jour fix να παίζουμε πόκα μια φορά την εβδομάδα. Αυτό προϋποθέτει να ξαναβρώ τους φίλους μου – μη όντας άντρας τόσον καιρό, τους έχω χάσει: όλοι οι παλιοί μου φίλοι κάνουν αντρίκεια πράγματα ενώ οι καινούργιοι δεν κάνουν τίποτα, είναι σαν εμένα.

Photo: avlxyz@Flickr
Photo: avlxyz@Flickr

Το σκέφθηκα σήμερα το πρωί, όταν βγήκα να ξεθολώσω από τα γραψίματα. Αυτή την τρομερή δουλεία που σε κάνει ακοινώνητο. Ώρες μπροστά στον υπολογιστή, μόνη φυγή να κοιτάζω στα ενημερωτικά σάιτ μήπως έγινε κάτι τρομερό ή να παίζω πασιέντσα. Στην οθόνη ξεκουράζομαι από τη δούλεψή της. Δεν συμβαίνει τίποτα τρομερό, έχουν ξαναγίνει όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, τα ξέρω απ' έξω και ανακατωτά. Στην πασιέντσα έχω σταθεροποιήσει το σκορ μου στο 25% κερδισμένα παιχνίδια. Όταν οι προσωπικές σου στατιστικές επαληθεύονται συνεχώς, νιώθεις ότι επιβεβαιώνεται η θεωρία περί προορισμού και μη ύπαρξης ελευθερίας βούλησης, είναι προκαθορισμένο ότι θα κερδίσεις 250 φορές στις 1.000. Μόνη ελευθερία να χάνεις συχνότερα, όπως και εκτός οθόνης. Δεν μου αρέσει.

Και το facebook, αηδία πια: όλοι προσπαθούν να μαζέψουν like. Όπως στα πάρτι τον παλιό καιρό, που προσπαθούσες να γίνεις το κέντρο του ενδιαφέροντος – με στόχο να πείσεις κάποια να την ξεμοναχιάσεις. Όλα τα δημόσια γίνονται για ιδιωτικούς σκοπούς. Και όταν βλέπεις να αναρτώνται εκατοντάδες άρθρα από σάιτ που δεν  ξέρεις καν ότι υπάρχουν, από γραφιάδες που δεν τους έχεις ξανακούσει στη ζωή σου, σκέφτεσαι «μα τι διαβάζει ο κόσμος; Τι κάθομαι και γράφω, δεν έχει νόημα». Σιγά μη τα διαβάζουν όλα αυτά όσοι κάνουν λάικ, πάντως έχει γίνει πολύ σκληρός ο ανταγωνισμός στο γράψιμο από τότε που εφευρέθηκε το ιντερνέτ, που νόμιζα πως είναι η εκδίκηση της γραφής στην τηλεόραση. Αλλά όταν δεν δημοσιεύονται κείμενα, υπάρχει σχολιασμός του τι συμβαίνει στην τηλεόραση σε ζωντανό χρόνο – εγώ που δεν ανοίγω ποτέ μου τηλεόραση δεν καταλαβαίνω τίποτα. Όμως για να πάρεις λάικ, πρέπει να δημοσιεύεις συνέχεια στον τοίχο σου, όπως για να έχεις κόσμο γύρω σου στα πάρτι πρέπει να μιλάς συνέχεια. Και έτσι συνεχίζεται η διαχρονική παράδοση που την ξέρουμε από  την κυκλοφορία αναρίθμητων εφημερίδων και βιβλίων με ελάχιστους αναγνώστες: υπάρχουν περισσότεροι Έλληνες που γράφουν από όσους διαβάζουν.

Βγήκα να ξεθολώσω, λοιπόν, και πέρασα από τον «Διόνυσο», το εστιατόριο της Πλατείας Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη που έχει και γύρο – μια φορά τον μήνα με πιάνει η μανία να φάω σουβλάκι, συνήθως όταν είμαι στο μαγαζί, στη Στοά Αθανάτων, ξέρει ο Λουκάς καλό σουβλατζίδικο εκεί κοντά, πάει και φέρνει. Σήμερα το επέβαλε η αποχαύνωση των γραψιμάτων, μπορεί και το ότι χθες ήταν Τσικνοπέμπτη. Έβλεπα πάνω από την ψησταριά παλιά σελίδα περιοδικού καπνισμένη από αποθρώσκον λίπος χρόνων και χρόνων: κάποτε το σουβλάκι του Διόνυσου είχε ανακηρυχθεί το καλύτερο της Αθήνας. Παραμένει εξαιρετικό, «με απ' όλα», ζήτησα. Όταν αμαρτάνεις, πρέπει να φθάνεις ως τον πάτο· είναι σαν το σεξ: μετρημένο, τι νόημα έχει;

Διόνυσος (Ιθάκης 9, Κυψέλη), neopolis.gr
Διόνυσος (Ιθάκης 9, Κυψέλη), neopolis.gr

Γιατί τα λίπη έχουν τόση νοστιμιά; Γιατί οι πίτες, ειδικά στα σημεία που έχουν ξεροψηθεί και τα δόντια συναντούν αντίσταση, προσφέρουν τόση απόλαυση; Γιατί το άθλιο τζατζίκι που σε κάνει μετά να βρωμοκοπάς, έρχεται με τη δροσιά του να επικαλύψει τα λίπη και να σε κάνει να θέλεις και άλλο γύρο για να ξαναβρείς το ζεστό λίπος; Και η γλυκιά ντομάτα έχει το ίδιο αποτέλεσμα: γαληνεύει την ένταση του τζατζικιού στον ουρανίσκο, για να μπορεί η τηγανητή πατάτα να διεισδύσει χωρίς προβλήματα ανάμεσα στις άλλες γεύσεις. Είναι όλα έτσι μελετημένα στην πίτα με γύρο ώστε να θες και δεύτερη και τρίτη· δεν είναι ότι το κάνουν από γενναιοδωρία να μη χρεώνουν χωριστά κάθε συστατικό, όπως συμβαίνει με τα σάντουιτς.

«Κύριε, στάζει πάνω σας το σουβλάκι». Πάνω στην καλύτερη στιγμή μου το ανακοίνωσε το σαδιστικό γκαρσόνι, που το δυσκόλευα να περνά, στεκόμουν όρθιος δίπλα στην πόρτα. Είχα φθάσει στην καρδιά της πίτας, όλα τα φρικτά ζουμερά σκευάσματα που εγκυμονούσαν τις θείες γεύσεις έκαναν τη ζωή μου όμορφη. Η λαδόκολλα δεν είχε διπλωθεί στεγανά, το σακάκι μου είχε γίνει χάλια – και άστραψε ο νους μου πως την πρώτη φορά στη ζωή μου που είχα φάει πίτα (με σουτζουκάκι, όχι με γύρο ήταν εκείνη η πρώτη επαφή με τα πιτωμένα λίπη) είχα πάθει το ίδιο.

Αλησμόνητη στιγμή, 14 χρονών, Κυριακή στο Μοναστηράκι, κοσμοπλημμύρα. Μόλις είχα γίνει Αθηναίος ο επαρχιώτης και με είχαν πάρει παλιότεροι επαρχιώτες να με ξεναγήσουν στα μυστικά του Γιουσουρούμ. Έλαμπε ο ήλιος όπως και σήμερα, ήταν όμως Σεπτέμβρης καλοκαιρινός, επιτρεπόταν, δεν είχε ξεσηκωθεί η θάλασσα να βγει στους δρόμους να διαμαρτυρηθεί για το απροσδόκητο, όπως τούτες τις ημέρες στον Πειραιά και στο Φάληρο. Την ίδια ημέρα που διαμαρτύρονται στους δρόμους οι αγρότες για τη φορολόγησή τους. Μαθαίνει από τους ανθρώπους η θάλασσα, και ας πίστευε ο Ελύτης το αντίθετο, πως η θάλασσα μας φτιάχνει Ελληνίδες και Έλληνες.

Δεν την έκαναν με απ' όλα τότε ακόμα την πίτα, δεν νομίζω, μόνο τηγανητές πατάτες εμπλέκονταν με το κρέας. Δεν την ξέραμε στην επαρχία την εφεύρεση της πίτας, ούτε καν το απλό σουβλάκι ακόμα – στη στάση της Κορίνθου, όπου το τρένο είχε μεγαλύτερη ανάπαυλα στο πολύωρο ταξίδι του Λεχαινά-Αθήνα, κρεμασμένος από το παράθυρο που έγραφε «NE PAS SE PENCHER AU DEHORS, ΜΗΝ ΚΥΠΤΕΤΕ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΩ» είχα δοκιμάσει το πρώτο σουβλάκι της ζωής μου χρόνια νωρίτερα· ξερακιανό και στραβοκομμένο, οι μηχανές που κόβουν το κρέας σε τέλειους κύβους σάρκας και λίπους δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί.

Είχε στάξει το, βαμμένο κόκκινο από τη σάλτσα, λίπος του σουτζουκιού πάνω στο κάτασπρό μου πουκάμισο, το καλοσιδερωμένο. Το είχα διαλέξει με προσοχή και είχα στρώσει τη χωρίστρα στα μαλλιά επιμελώς, γιατί μετά θα συναντούσα τη Ζωή, έρωτα των καλοκαιριών και της Μεγάλης Βδομάδας, που κατέβαινε από την Αθήνα στους συγγενείς. Μικρός ο τόπος εκεί και λίγος ο χρόνος: μια καλημέρα το πολύ να πεις και άντε να κάνεις επίδειξη με μακροβούτια από τη βάρκα. Χώριζαν τον κόσμο αγοριών και κοριτσιών τα άγρυπνα βλέμματα των γονιών – και των καθηγητών στο προαύλιο του γυμνασίου στα διαλείμματα.

Απελπισία, καταστροφή, πώς θα εμφανιζόμουν έτσι λερωμένος στην πρώτη αθηναϊκή συνάντηση, στον ευτυχή τόπο όπου δεν σε αναγνωρίζουν τα βλέμματα των ανθρώπων που δεν σε ενδιαφέρουν; Και είπε ο Νίκος, που ήξερε, όταν είδε τη δυστυχία μου: «θα σου δώσω το δικό μου ρε μαλάκα» – και ας ήταν Παναθηναϊκός και τσακωνόμασταν συνέχεια. Κύματα ευτυχίας αναδύθηκαν από βαθιά μέσα μου στον Διόνυσο καθώς η μνήμη μου ανέσυρε τη σκηνή που σε γωνιά με λίγο κόσμο αλλάζαμε πουκάμισα στο Μοναστηράκι με τον Νίκο. Δεν δίνουν τα πουκάμισά τους οι φίλοι του facebook και τα σώματα των σημερινών φίλων είναι ανόμοια: ο καθένας πήρε διαφορετικό σωματικό δρόμο στη ζωή του, συσσωρεύσαμε διαφορετικά κιλά και ήταν αργά πια όταν αποφασίσαμε να αποφεύγουμε τα λίπη, ακριβά του foie gras ή φτηνά των στιγμών που σε πιάνει μανία για junk food, για «βρώμικο». Θα ξαναγίνω άντρας να βρεθώ με τους παλιούς φίλους, να μοιραζόμαστε τα φιδοπουκάμισα των αναμνήσεών μας.

[Ο Δημήτρης Ψυχογιός ήταν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει βιβλία (Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία είναι το τελευταίο του) και στο Βήμα ως «Διόδωρος Κυψελιώτης». Ασχολείται ερασιτεχνικά με την πολιτική, την ελαιοκομία, την οινοποιία και το «Παντοπωλείο της Στοάς Αθανάτων»]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Πρόσφατα άρθρα στην κατηγορία 'Μαγειρικές ιστορίες'