Ποιοι είμαστε
Ηλίας Προβόπουλος
RSSΤο φαγητό που γνώρισα παιδί στο χωριό μου, τη Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού, στα σύνορα Φθιώτιδας και Ευρυτανίας, ήταν απ’ όσα αγαθά μας πρόσφεραν τα χωράφια, ο κήπος, τα δέντρα, το κοπάδι, το κοτέτσι και σιγά – σιγά κατάλαβα πως για να προμηθευτούμε κάποια άλλα είδη, όπως η ζάχαρη για παράδειγμα ή καφέ, τα ρούχα, τα παπούτσια, τα εργαλεία, το πετρέλαιο και τα τετράδια για το σχολείο, έπρεπε να πάμε στην αγορά ό,τι μας περίσσευε από την παραγωγή και για να γίνει αυτό κατορθωτό απαιτούνταν πολλές ώρες δουλειά και μια ζωή γεμάτη αγωνία για τον καιρό και τις ιδιοτροπίες του, τις αρρώστιες ζώων και φυτών, τα ξενύχτια για τα ποτίσματα και τη φύλαξη των καλλιεργειών, τη λαχτάρα για έναν σωρό κινδύνους που παραμόνευαν τη σοδειά και το νοικοκυριό.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, κάποια μέρα έφυγα κι εγώ από το χωριό αναζητώντας την τύχη μου στην Αθήνα, την βρήκα στη δημοσιογραφία και μετά από έναν πλήρη και γόνιμο κύκλο στη σύνταξη ύλης εφημερίδων κυρίως και την αρθρογραφία σε ειδικά περιοδικά, κύκλος ο οποίος κλείνει με ανώμαλο τρόπο λόγω της κρίσης και της φοβερής αλλαγής στα ΜΜΕ, επιστρέφω σιγά – σιγά πίσω στη μικρή πατρίδα για να ανοίξω έναν καινούργιο με τη γη και την καλλιέργειά της. Παράλληλα, εκτιμώντας την καταστροφή που έγινε τα τελευταία σαράντα χρόνια στη ζωή της ελληνικής υπαίθρου, αναζητώ τις σπίθες που έχουν απομείνει στον πολιτισμό της ζωής – από την καλλιέργεια μέχρι τη διατροφή, κάποιες υποφώσκουσες εκφράσεις πάνω στη διαρκώς διωκόμενη, από τους λογής νεωτερισμούς, παράδοση αλλά και αισθητικά τοπία που έχουν επιβιώσει και διατηρηθεί μέσα στην ανυπεράσπιστη αισθητική μιας χώρας και την παρουσία των ανθρώπων μέσα σε αυτά.
Όλα αυτά τα στοιχεία, με τη μορφή σημειώσεων και φωτογραφιών, αποτελούν και την πρώτη ύλη για μια σειρά κειμένων και βιβλίων ακόμη, με θέμα τις μικρές πατρίδες και τους ανθρώπους που με τα έργα τους και παρουσία τους τις κρατάνε ακόμη ζωντανές.