Γόνιμο χώμα στις ταράτσες
Ξεκίνησε σαν μια ρομαντική ιστορία και κατέληξε ένα καθημερινό βασανιστήριο: επηρεασμένη απ’ το «Μικρό σπίτι στο λιβάδι» κάποια γνωστή μου, έχτισε το δικό της σπιτικό στην εξοχή. Κι όταν βρέθηκε να ζει εκεί, διαπίστωσε ότι η πραγματικότητα της υπαίθρου ελάχιστη σχέση είχε με την τηλεοπτική της εκδοχή.
Γιατί πρέπει πάνω απ’ όλα, υποθέτω, ν’ αγαπάει κανείς το χώμα για να το περιποιηθεί· τη μυρωδιά του, τη ζωή που κρύβει μέσα του. Να επιθυμεί να το ποτίσει ο ίδιος, να το καλλιεργήσει και να τ’ αφρατέψει. Τίποτα δε γίνεται μονάχο του. Οι κήποι και τα ζωντανά. Να μη φοβάται η άλλη μπας και σπάσει το βαμμένο νύχι ή μαυρίσουνε τα δάχτυλά της καθώς μαζεύει μελιτζάνες από τον μπαξέ, καθαρίζει αγκινάρες ή χαρακώνει τις ελιές της. Η γη κι η ενασχόληση μαζί της δεν είναι λάιφ-στάιλ.
Γι’ αυτό, ο ενθουσιασμός των τελευταίων καιρών για καλλιέργεια στις ταράτσες, στα αίθρια των πολυκατοικιών και στα μπαλκόνια φοβάμαι μην εξελιχτεί – και εκφυλιστεί– σε μόδα· μια ακόμα αμερικανιά, προσαρμοσμένη στην ελληνική κρίση.
Όμως, αν η ενασχόληση με το φυτόχωμα (της ταράτσας, έστω) και τη γη είναι συνειδητή, μπορεί να γίνει αφορμή ώστε να δει κανείς απ’ την αρχή τη σχέση του με ό,τι τέλος πάντων ονομάζουμε χώρο και χρόνο (και εαυτό). Κι αυτό σημαίνει πολύ περισσότερα από μια μόδα, έναν σκέτο παρορμητισμό ή μια ωφελιμιστική διεργασία. Έχει να κάνει με τον κύκλο της ζωής, με την εναλλαγή των εποχών, με τον βιωμένο χρόνο και την αέναη ανακύκλωση εργασιών.
Η ελάχιστη, έστω, εποχική σοδειά αποτελεί από μόνη της μια μαθητεία. Ξεκινώντας από τις πιο απλές και χρηστικές διαδικασίες, από τα ζαρζαβατικά του κήπου λόγου χάρη που θα στρωθούν στο μεσημεριανό τραπέζι ως τις φλούδες που θα πεταχτούν στα κοτερά ή τ’ αποφάγια που θα καταλήξουνε στις πάπιες και στις γαλοπούλες, τίποτα δεν πάει χαμένο.
Αλλά και η υπόλοιπη «παραγωγή» (τα κουκιά κι οι αγκινάρες, τα φασολάκια, οι μελιτζάνες και οι πιπεριές, οι λιαστές ντομάτες) θα φαγωθούνε τον χειμώνα. Φρέσκα και μυρωδάτα μέσα στο καταχείμωνο. Θα αποστειρωθούν με τις παλιές μακεδονίτικες μεθόδους και θα μπούνε σε βαζάκια γυάλινα. Ακόμα και οι φλούδες απ’ τα πορτοκάλια αποξηραμένες και ζαχαρωμένες γίνονται ένα γλύκισμα εξαιρετικό, για τσιμπολόγημα. Κι ύστερα, το ίδιο θα γίνει με τα λιγοστά αμύγδαλα, με τις ελιές, το μούστο απ’ τις πέντε-έξι ρίζες τ’ αμπελιού ή με τις φράουλες.
Τίποτα, λέω, δεν πάει χαμένο. Κι αυτή η οικονομία των πραγμάτων μέσα σε μια παλάμη τόπο, καλλιεργεί ένα σεβασμό για πράγματα φαινομενικά ασήμαντα, μια ευγνωμοσύνη για το χώμα που καρπίζει και σε τρέφει. Ο βιωμένος μόχθος σε κάνει να εκτιμάς ό,τι παράγεις. Και αποβάλλοντας την ευκολία του αστού που πετάει στα σκουπίδια ό,τι του ‘περισσεύει’, αποκτάς μιαν αίσθηση - της ολιγάρκειας να πω; της αυτάρκειας; - ίσως, την αίσθηση του μέτρου θα ’ταν πιο σωστά να γράψω. Αισθήματα καθόλου αυτονόητα για τον άνθρωπο της πόλης.
Όμως, μπορεί το στρίμωγμα – ποιος ξέρει; – να μας κάνει να δούμε απ’ τις ταράτσες, απ’ τα αίθρια και τα μπαλκόνια μας τα πράγματα αλλιώς. Κι ο ενθουσιασμός εντέλει μη καταντήσει πάλι μια επίπλαστη εμμονή που με τον καιρό θα ξεφουσκώσει.