Χάσαμε τη γεύση μας;
Διαβάζοντας το πολύ χαρακτηριστικό κομμάτι του Βασίλη Φραντζολά για τα αδιάφορα, έως απαράδεκτα ελαιόλαδα που βγαίνουν από τα ελαιοτριβεία της Πελοποννήσου, αλλά και απανταχού της Ελλλάδας - σίγουρα με μερικές πολύ φωτεινές εξαιρέσεις - καθώς και το κομμμάτι για τη διατροφική εκπαίδευση των παιδιών στην Ιταλία, ήρθε στο νου μας η κλασική ερώτηση των γειτόνων μας: "Πόσο λάδι βγάλατε;"
Το νησί μας δεν έχει παράδοση ελαιοπαραγωγής, ούτε και ελαιοτριβείο, όμως πολλά ελαιόδεντρα υπάρχουν και τα τελευταία χρόνια φυτεύονται συνεχώς περισσότερα. Κάθε φθινόπωρο αγροτικά και μεγαλύτερα φορτηγά γεμάτα κλούβες και σακιά με ελιές πηγαινοέρχονται με το πλοίο, για να μεταφερθούν οι ελιές σε ελαιοτριβεία στα Μεσόγεια. Μένουν σε καλάθια και κιβώτια κάποιες μέρες οι ελιές, ίσως πέντε-έξι, μέχρι να ολοκληρωθεί η οικογενειακή συλλογή, μια και δε συμφέρει να πάνε λίγες-λίγες στο εργοστάσιο- το εισιτήριο του φέρι είναι τουλάχιστον 100 Ευρώ πήγαινε-έλα. Αυτό σημαίνει ότι οι κομμένες ελιές, που μένουν πατηκωμένες, φτάνουν στο ελαιοτριβείο σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης (κοινώς σαπίσματος), που επιταχύνεται και από το γεγονός πως στο νησί μας, υποθέτω και σε άλλα, ο δάκος θερίζει και οι περίφημες δακοπαγίδες είναι μάλλον διακοσμητικές.
Ολα αυτά, όμως, είναι τελείως ψιλά γράμματα για τους περισσότερους και το μόνο που τους απασχολεί είναι πόσο λάδι θα βγάλουν. Οταν άκουσαν ότι στη δικιά μας μηχανούλα καθόλου νερό δεν μπαίνει και μόνο κάνα 20λεπτο μαλάσσονται οι ελιές, μας είπαν συγκαταβατικά:
"Θα βγάζετε λίγο λάδι!".
Κανείς δε μας ρώτησε, πώς είναι το λάδι που βγάζουμε, τι γεύση έχει. Το θέμα δε μοιάζει να απασχολεί τον κόσμο. Τα κιλά είναι το σημαντικό άρα ντου στα ζεστά νερά και κάργα 'ζύμωμα' τον πολτό, να βγάλουμε όσο περισσότερο λάδι γίνεται στα ελαιοτριβεία!
Δεν είναι πολύ διαφορετική η αντιμετώπιση αυτή με την αντίστοιχη σχετικά με τα άθλια βαρελίσια σπιτικά μισο-ξινισμένα ή οξειδωμένα κρασιά, που τόσοι και τόσοι Ελληνες τα παινεύουν και τα διαφημίζουν σαν 'αγνά' και μας τα φέρνουν πεσκέσι στα πλαστικά μπουκάλια του νερού ή της κοκακόλας. Οι "παραγωγοί" είναι σίγουροι πως το κρασί τους είναι σκάλες ανώτερο από τα "εμφιαλωμένα" ενώ στην ουσία ούτε για μαγείρεμα δεν κάνει...
Μη βιαστείτε να πείτε πως τούτα είναι συμπτώματα της οικονομικής κρίσης, γιατί αυτή η απόλυτη αδιαφορία -ίσως άγνοια- της σωστής γεύσης του λαδιού ή του κρασιού δεν είναι κάτι καινούργιο. Και τις εποχές που δεν υπήρχε θέμα οικονομίας, τα ίδια γίνονταν. Σίγουρα οι παλιότεροι, ιδίως από περιοχές που έχουν παράδοση στο ελαιόλαδο, θα ήξεραν να ξεχωρίζουν πχ. το λάδι με επίγευση σαπίλας και θα νοιάζονταν, θα είχαν την περηφάνεια να βγάλουν λάδι καλό με φρέσκια γεύση, ζυγισμένα πιπεράτη. Κάπου όμως στο δρόμο η γεύση μοιάζει να πέρασε σε δεύτερη και τρίτη μοίρα, κυρίως για το προϊόν που θα καταναλωθεί από την οικογένεια.
Δε βαριέσαι, ό,τι και να 'ναι, φτάνει να λαδώνεται το φαΐ, το κρασί να σε ζαλίζει να ξεχνάς και ποιός σκοτίζεται για γεύση και άρωμα...