Γευστικές αναμνήσεις: πούρα και κονιάκ στο Σαβόι
Εκείνη την εποχή, έναν χρόνο μετά το γύρισμα της χιλιετίας , ήμουν πλούσιος και κάπνιζα πούρα - μου φαίνεται όλοι ήμασταν πλούσιοι τότε, ακόμη και εκείνοι που είχαν αγοράσει μετοχές στη μεγάλη φούσκα 1998-2001 και έβλεπαν κάθε ημέρα την «επένδυση» να μειώνεται. Δεν το είχαν ακόμη πάρει απόφαση πως έχασαν τα χρήματά τους στον πανελλήνιο τζόγο, ήλπιζαν πως θα ανέκαμπταν οι τιμές και θα ξαναγίνονταν πλούσιοι, όπως είχαν γίνει για λίγους μήνες το 1999.
Εγώ ήμουν πραγματικά πλούσιος για τα μέτρα τα δικά μου· η τύχη και κάποια διαβάσματα για το χρηματιστήριο με είχαν βοηθήσει – ακόμα περισσότερο με είχαν βοηθήσει αγαπημένοι συνδικαλιστές του Παντείου που με κρατούσαν μακριά από το πανεπιστήμιο για να μην πληρώνομαι, επωφελούμενοι από το ότι αδικημένη μεγαλοφυΐα είχε καταφέρει να ακυρώσει την εκλογή μου στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Παρότι η εκλογή μου είχε επαναληφθεί νομότυπα (και η μεγαλοφυΐα είχε πάρει πάλι μηδέν ψήφους), ο αντιπρύτανης δεν προωθούσε για μήνες τον διορισμό μου στο υπουργείο Παιδείας – χρειάστηκε να επέμβει ο Συνήγορος του Πολίτη. Μη έχοντας άλλο καλύτερο τρόπο να καλύψω τα εισοδήματα που μου στερούσαν, έπαιζα στη Σοφοκλέους σαν day trader – και κέρδιζα πολλαπλάσια από τον μισθό μου. Τόσα πολλά ώστε, στην προσπάθεια να κόψω το τσιγάρο που ήταν ο σύμβουλός μου μπρος στην υπολογιστή, αποφάσισα να καπνίζω πούρα, 2-3 πούρα την ημέρα αντί για δύο πακέτα τσιγάρα, Αβάνας μάλιστα, που μου τα έφερναν φίλοι από το εξωτερικό, αγοράζοντάς τα φθηνά στα duty free – κυρίως ο Παναγιώτης από τη Λευκωσία, η Κύπρος δεν είχε ενταχθεί ακόμη στην Ένωση.
Με την πρώτη ρουφηξιά του Romeo y Julieta cedro είχα καταλάβει γιατί οι πλούσιοι καπνίζουν πούρα: η γλύκα που σου φέρνει ξεπερνάει όποια άλλη, καμιά σχέση με την αηδία του τσιγάρου που καπνίζω αυτή τη στιγμή. Ο απαλός ζεστός καπνός γεμίζει το στόμα με γεύση σοκολάτας και μελιού, απαλή γεύση, πρωτόγνωρη, μια που δεν υπάρχει ύλη να ακουμπά στα γευστικά κύτταρα αλλά μόνο μυρωδάτος απολαυστικός αιθέρας. Και το πρωί ξυπνάς με γεύση σοκολάτας και μελιού στο στόμα, σαν να έτρωγες Toblerone στα όνειρά σου. Τον πρώτο καιρό ξεχωρίζεις και την βαριά πλούσια ευωδιά του καπνού που σε τριγυρίζει, μετά χάνεται αυτή η αίσθηση, την χαίρονται μόνο οι γύρω.
Η άλλη σπατάλη που κάναμε εκείνη την εποχή που ήμασταν πλούσιοι ήταν πως πήγαμε ένα μήνα στην Αγγλία να τελειοποιήσουμε τα αγγλικά μας – με βασανίζουν από την πέμπτη δημοτικού τα αγγλικά, τότε πρωτάρχισα τα μαθήματα. Επτά ολόκληρα χρόνια σε ινστιτούτα, ως την τελευταία τάξη του λυκείου που έπρεπε να πάω φροντιστήριο· έκανα και ιδιαίτερα αργότερα, σκράπας πάντα – στην ομιλία, με τα επαγγελματικά διαβάσματα, δεν είχα προβλήματα. Επειδή είχα παρατήσει το γαλλικό ινστιτούτο μόλις τέλειωσε το ειδύλλιό μου με τη Μαύρα, τα γαλλικά τα είχα μάθει στο Παρίσι, διαβάζοντας Monde, Μαρξ, Temps Modernes, Αλτουσέρ και μιλώντας υποχρεωτικά με τους ανθρώπους. Προφορά κακή αλλά ασύγκριτα καλύτερη από των αγγλικών, αυτή τη μυστήρια μονοσυλλαβική άκλιτη γλώσσα που βγάζει τους φθόγγους από το βάθος του λαιμού και όχι από τη στοματική κοιλότητα, όπως η ελληνική και η γαλλική.
Ο εγκέφαλος μου δεν τις έπαιρνε τις ξένες γλώσσες, τα τουρκικά που προσπάθησα να μάθω στα τριάντα μου τα παράτησα τον δεύτερο χρόνο. Ήταν επικίνδυνο να συνεχίσω: ο εγκέφαλός μου είχε δημιουργήσει ενιαίο υπόστρωμα νευρώνων, το είχε ονομάσει «ξένη γλώσσα», είχε εναποθέσει τα αγγλικά και γαλλικά και όταν καταλάβαινε πως μιλούσα «ξένη γλώσσα» τραβούσε από εκεί όποια λέξη εύρισκε ευκολότερα από αυτές που ταίριαζαν στο νόημα που ήθελα να πω. Έτσι, επειδή ήξερα καλύτερα γαλλικά, όταν μιλούσα αγγλικά ο εγκέφαλος τα ανακάτευε με γαλλικές λέξεις. Αν μάθαινα και τουρκικά, θα τραβούσε και τουρκικές λέξεις – και δεν θα με καταλάβαιναν πια ούτε στον δίγλωσσο Καναδά, μόνο εκεί αισθάνθηκα άνετα, όταν είχα πάει ταξίδι, καταλάβαιναν απόλυτα την αγγλογαλλική μίξη που χρησιμοποιούσα. Για να καταλαβαίνουν και άλλοι πλην των Καναδών τα αγγλικά μου, πήγαμε στο Λονδίνο λοιπόν. Μέναμε σε ευπρεπώς μέτριο ξενοδοχείο στη Russel Square και συνήθως ανεβοκατεβαίναμε με τα πόδια ως το Charing Cross που βρισκόταν το σχολείο των αγγλικών.
Στη διαδρομή μας περνούσαμε και από τη Strand, τον πρώτο παράλληλο προς τον Τάμεση δρόμο, από τους ομορφότερους του Λονδίνου. Στην αρχή της περίπου βρίσκεται το Bush House, το κτίριο που φιλοξενούσε το κάποτε περίφημο και στη δύσκολη φάση της χούντας πολύτιμο BBC World Service. Στο τέλος της Στραντ βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός του Charing Cross όπου και το σχολείο μας, στη μέση περίπου το φημισμένο ξενοδοχείο Savoy.
Δεν το είχα δει την πρώτη φορά που περάσαμε, η είσοδός του είναι κρυμμένη μέσα σε παράδρομο της Strand – πρόσεξα όμως το κατάστημα με τις ξύλινες παλιοκαιρινές πόρτες και βιτρίνες και τα υπέροχα πανάκριβα ανδρικά είδη που βρισκόταν πάνω στη Στραντ. Η ξύλινη περίτεχνη πινακίδα που κρεμόταν πάνω από το πεζοδρόμιο, κάθετα στην είσοδο του, και στηριζόταν σε επίσης περίτεχνη σιδεριά, έγραφε «Savoy Tailors Guild». Βοηθούσε και η παμπάλαια ταμπέλα με τη σιδεριά, ο νους μου πήγε αμέσως σε μεσαιωνική ραφτάδικη συντεχνία που θα είχε την έδρα της εκεί από αιώνες. Μετά συνειδητοποίησα και τη λέξη Savoy, είδα και την είσοδο του ξενοδοχείου μέσα στον ανήλιο στενό παράδρομο που ήταν γεμάτο πολυτελή αυτοκίνητα σαν πάρκινγκ· καθόλου σπουδαία, παρά το επίχρυσο κακόγουστο άγαλμα ιππότη που έχει πάνω της.
Ήμουν πλούσιος – αλλά για τα δικά μου μέτρα, είπαμε, που δεν ήταν ίδια με αυτά των τακτικών πελατών του Savoy Tailors Guild. Για κοστούμι, καπαρντίνα ή σακάκι δεν υπήρχε περίπτωση, πουκάμισο όμως καλοκαιρινό, με μακριά μανίκια, άντεχα να αγοράσω, είχε πάει και καλά εκείνη την ημέρα το χρηματιστήριο, ήμουν σε καλή διάθεση, το πήρα. Την άλλη ημέρα το φόρεσα, πήγα περήφανος στο μάθημα, τηλεφώνησα στην Αθήνα, όλα καλά. Σκέφθηκα πως μου άξιζε να επιδείξω το πουκάμισό μου στο Savoy και να απολαύσω το μεσημεριανό Romeo y Julieta cedro πίνοντας malt whisky στο μπαρ. Τηλεφωνήσαμε και στη φίλη μας τη Σοφία που ήταν στο Λονδίνο εκείνη την εποχή, μπήκαμε στον θλιβερό παράδρομο, βρεθήκαμε στην είσοδο, κατευθυνθήκαμε στο American Bar. Ρώτησα αν επιτρέπεται το κάπνισμα – δεν είχε ακόμη επιβληθεί απόλυτη καπνοαπαγόρευση, κάθε μαγαζί είχε τους δικούς του κανόνες –, μου απάντησαν «μάλιστα κύριε», περάσαμε.
Γλυκό ηρεμιστικό περιβάλλον με ήπιο φωτισμό, μεγάλες δερμάτινες σκούρες πολυθρόνες, καθρέφτες και φωτογραφίες διάσημων πελατών στους χλωμούς τοίχους. Στη μεγάλη σάλα πιανίστας έπαιζε εύηχη τζαζ. Ήταν σχεδόν γεμάτο, δίπλα μας δύο ζευγάρια ηλικιωμένων. Ο κατάλογος είχε εκατοντάδες ονόματα κοκτέιλ και ποτών, βαριόμουν να ψάξω, αποφάσισα αντί για ουίσκυ να πάρω κονιάκ, θα έκανε καλύτερη παρέα με τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα μου, σκέφθηκα.
Ήρθαν τα ποτά, άναψα το πούρο μου, έσμιξε η θέρμη του με του κονιάκ, ευφράνθηκα εγώ, μοσχοβόλησε η αίθουσα, γύρισε ο πιανίστας και μου έκλεισε φιλικά το μάτι, θαύμασε και το πουκάμισό μου. Περήφανος γέμισα το στόμα μου καπνό και προσπάθησα να φτιάξω δαχτυλίδια φυσώντας τον – μάταια βέβαια, ποτέ δεν το είχα καταφέρει. Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε το γκαρσόνι:
– Πρέπει να βγείτε έξω να καπνίσετε, κύριε.
– Μα ρώτησα και μου είπατε πως επιτρέπεται το κάπνισμα.
– Επιτρέπεται το κάπνισμα τσιγάρου, κύριε. Για τα πούρα, έπρεπε να ρωτήσετε τους γείτονές σας αν συμφωνούν.
– Μα δεν έχουν αντίρρηση οι κυρίες, αντέτεινα.
– Εννοώ το διπλανό τραπέζι, κύριε.
Γύρισα και κοίταξα. Οι δύο άνδρες μελετούσαν το ταβάνι, η γυναίκα που έβλεπα το πρόσωπό της είχε σουφρώσει τα χείλη της, είχε τσιτώσει τα μάγουλά της και μου έριχνε δολοφονικό βλέμμα. Ήμουν οργισμένος και ντροπιασμένος ταυτόχρονα. Είχα τηρήσει τους κανόνες που ήξερα, ξαφνικά μάθαινα πως υπήρχαν και άλλοι που κάποιοι τους έστρεφαν εναντίον μου, με έκαναν να νιώθω αγενής, παρείσακτος. Κοίταξα την κυρία με συγκαταβατικό χαμόγελο που σίγουρα της θύμισε την ηλικία της, σηκώθηκα.
Δεν στάθηκα καν στο λόμπι του ξενοδοχείου, βγήκα έξω στον σκοτεινό παράδρομο της εισόδου να καπνίσω, ανάμεσα στις λιμουζίνες που περίμεναν τους πλούσιους πελάτες, ίσως και την παρέα που μου είχε σκοτώσει όλη τη χαρά, με είχε ταπεινώσει. Η αιθέρια γεύση είχε γίνει πικρή, ήταν σαν να βρίσκομαι με τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα στον τάφο, εκεί που γίνεται η τρομερή παρεξήγηση και πεθαίνουν και οι δύο. Πήρα από τα χέρια της Ιουλιέτας το ματωμένο στιλέτο της κάφτρας του πούρου μου, έκανα δύο ωραίες τρύπες στα μανίκια του πουκαμίσου μου, πάνω από το κούμπωμα. Είχα αποφασίσει να το δώσω στη ράφτρα της γωνίας όταν γυρίζαμε να μου το κάνει κοντομάνικο.
[Ο Δημήτρης Ψυχογιός ήταν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει βιβλία (Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία είναι το τελευταίο του) και στο Βήμα ως «Διόδωρος Κυψελιώτης». Ασχολείται ερασιτεχνικά με την πολιτική, την ελαιοκομία, την οινοποιία και το «Παντοπωλείο της Στοάς Αθανάτων»]
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
- Ζεστό-κρύο: η κατάχρηση του ψυγείου
- Ζεστό-κρύο: το κρασί και το ψυγείο
- Αλχημείες με κρασί και τσίπουρο
- Γευστικές αναμνήσεις: Pont-l' Évêque, σαν πρώτος οργασμός
- Γευστικές αναμνήσεις: Κουλούρα βαμμένη με αίμα
- Γευστικές αναμνήσεις: φλερτ με Santa Helena
- Γευστικές αναμνήσεις: ρωγομέτρημα στο Συρράκο
- Γευστικές αναμνήσεις: πίτες που στάζουν
- Στραγάλια και έρωτες τη Μεγάλη Παρασκευή
- Ταξινομικά και ετυμολογικά για τον μπακαλιάρο
- Γευστικές αναμνήσεις: μέσα από το ντόμινο