Bostanistas.gr : Ιστορίες για να τρεφόμαστε διαφορετικά

Διαβαστε

Η Τέχνη του Εξαιρετικού Παρθένου Ελαιολάδου

Διαφήμιση

Twitter | Facebook | Google+ |

Διαφήμιση

Ταξινομικά και ετυμολογικά για τον μπακαλιάρο

του Δημήτρη Ψυχογιού μπακαλιάρος, υγράλατος

Οι Πορτογάλοι έχουν κάθε ημέρα 25η Μαρτίου, μια που ο μπακαλιάρος είναι το εθνικό τους φαγητό – τον λένε bacalhau αυτοί, βακαλάο δηλαδή, αλλά όχι επειδή είναι καθαρευουσιάνοι: το «μπακαλιάρος» προέρχεται από το ιταλικό baccalaro,  που είναι η δημώδης ονομασία του baccala, όπως μεταφέρθηκε το πορτογαλικό bacalhau ή το ισπανικό bacalao από την ιβηρική στην ιταλική χερσόνησο. Το ίδιο το παστό ψάρι ερχόταν από πιο μακριά, από τον Βισκαϊκό Κόλπο και τον Ατλαντικό όπου ευδοκιμούν διάφορα είδη της οικογένειας Gadidae, στην οποία ανήκει ο μπακαλιάρος.

Photo: streetlife@Flickr
Photo: streetlife@Flickr

Πρέπει να υποθέσουμε πως το δημοφιλές αλίπαστο ψάρι ήταν ήδη γνωστό, μέσω Βενετίας, στα Επτάνησα και γενικότερα στη δυτική Ελλάδα με τη λαϊκή ιταλική ονομασία του baccalaro αλλά όταν ήρθε η ώρα οι τελώνες της ελεύθερης Ελλάδας να επιβάλουν δασμούς  στις εισαγωγές που γίνονταν απευθείας από την Πορτογαλία ή την Ισπανία, εξελλήνισαν την ιβηρική εκδοχή (bacalhau, bacalao) σε «βακαλάο» ενώ παρέμεινε σε χρήση η επίσης εξελληνισμένη μορφή του baccalaro=μπακαλιάρος. Η Αναστασία έχει ξεκαθαρίσει το ζήτημα σχετικά με τα είδη, τις ποιότητες και τις τιμές του (λεγόμενου ή πραγματικού) «υγράλατου βακαλάου», όπως είναι η επίσημη εμπορική ονομασία του. Να αναφέρω μερικά εδώ για τις ταξινομήσεις  για να γίνουν τα πράγματα σαφέστερα.

Ας θυμηθούμε το ταξινομικό δέντρο που μαθαίναμε στη βιολογία στο γυμνάσιο: όλα τα έμβια ανήκουν σε κάποιο «είδος», συγγενικά είδη ανήκουν στο ίδιο «γένος», συγγενικά γένη ανήκουν στην ίδια «οικογένεια», συγγενικές οικογένειες στην ίδια «τάξη», που και αυτές ενοποιούνται σε «κλάσεις» – και άλλες ανώτερες κατηγορίες. Ας πούμε ότι τα είδη που ανήκουν στο ίδιο γένος είναι «πρώτα ξαδέλφια», αυτά που ανήκουν στην ίδια οικογένεια είναι «δεύτερα ξαδέλφια», στην ίδια τάξη «τρίτα ξαδέλφια», κοκ.

  • Ο γνήσιος υγράλατος μπακαλιάρος παρασκευάζεται με ξήρανση και αλάτισμα του «ατλαντικού γάδου» (atlantic cod). Aνήκει στην οικογένεια Gadidae, στο γένος Gadus, είδος Gadus Morhua και αναφέρεται επίσης ως «γνήσιος γάδος» (true cod).
  • Ο νωπός «μπακαλιάρος» ή «μπακαλιαράκι» του Αιγαίου που βρίσκουμε στα ψαράδικα και στις ταβέρνες ανήκει επίσης στην οικογένεια Gadidae αλλά στο γένος, Merlangius, είδος Merlangius merlangus – ονομάζεται επίσης μερλάγκος ή νταούκι από τους ψαράδες μας. Είναι δεύτερος ξάδελφος του «γνήσιου γάδου».
  • To λινγκ (ling), που πουλιέται και αυτό σαν «μπακαλιάρος» δεν ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα «μπακαλιαράκια» και τον «γνήσιο γάδο». Ανήκει στην τάξη Gadiformes, Οικογένεια Lotidae, Γένος Molva, είδος Molva Molva – άρα λινγκ και «γνήσιος γάδος» είναι τρίτα ξαδέλφια.
Photo: wikimedia.com
Photo: wikimedia.com

Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ο γάδος Ατλαντικού ήταν γνωστός στη χώρα μας μόνο ως αλίπαστος μπακαλιάρος. Μετά ήρθε ο  κατεψυγμένος γάδος και μερικά ψαράδικα φέρνουν και νωπό – όλους αυτούς τους λέμε «μπακαλιάρους» ακολουθώντας του Ίβηρες που χρησιμποποιούν την ίδια λέξη (baccalhau, bacalao) και για τον υγράλατο μπακαλιάρο και για το ψάρι. Οι Γάλλοι όμως, που υγράλατο τον ήξεραν και αυτοί, δεν έκαναν το ίδιο: κράτησαν την ονομασία morue για τον παστό και ανακάλεσαν την παλια λέξη cabillaud για τον τον φρέσκο/κατεψυγμένο γάδο.

Photo: RecipeTaster@Flickr
Photo: RecipeTaster@Flickr

Στην Ιταλία δεν είχαν τέτοιο πρόβλημα αφού οι όροι baccala, baccalaro αναφέρονται στο αποξηραμένο και αλατισμένο γάδο ενώ ο νωπός ονομαζόταν και ονομάζεται Merluzzo. Ο αποξηραμένος αλλά όχι παστωμένος γάδος,  που είναι άγνωστος σε εμάς αλλά εκτιμάται ιδιαίτερα από τους γείτονες, έχει την ονομασία stoccafisso.
Κανονικά δεν θα έπρεπε να λέμε «μπακαλιάρο» τον Merlangius merlangus, το δικό μας «μπακαλιαράκι του Αιγαίου», της Μεσογείου γενικότερα, Είναι περίεργο πώς αυτή η ονομασία πέρασε στα ελληνικά αφού, διαβάζω στα λεξικά, υπήρχαν ήδη οι ονομασίες «νταούκι» και «μερλάγκος».  Σε καμιά άλλη γλώσσα o Merlangius merlangus δεν σχετίζεται με τον γάδο ή τον μπακαλιάρο: οι Άγγλοι τον αποκαλούν whitting,  οι Γάλλοι και οι Ισπανοί merlan,  οι Ιταλοί merlano ή molo, οι Πορτογάλοι badejo ή abadejo.

Είναι σαν να αρχίζαμε να λέμε «αντσούγια» τον γαύρο – αντσούγιες δεν είναι παρά οι γαύροι, αλλά μόνο όταν είναι συντηρημένοι, ολόκληροι αλατισμένοι ή το φιλέτο στο λάδι. Έτσι, ενώ στα εστιατόρια ζητάμε γαύρο τηγανητό ή γαύρο μαρινάτο αν ζητήσουμε «παστό γαύρο» από το σουπερμάρκετ της γειτονιάς θα απαντήσει πως δεν έχει τέτοιο πράγμα. Αντίστοιχα, ο σερβιτόρος θα μας περάσει για τρελούς αν ζητήσουμε «τηγανητές αντσούγιες». Υπάρχει ενδιαφέρον άρθρο εδώ  για τη σύγχιση που υπάρχει στα ελληνικά λεξικά μεταξύ αντσούγιας, γαύρου και σαρδέλας.

Photo: czaswina.pl
Photo: czaswina.pl

Η ερμηνεία που δίνει ο Jean  Yves Bassole στο παραπάνω άρθρο για τη χρήση του όρου αντσούγια (από το ιταλικό acciuia, ισπανικά anchoa,  γαλλικά anchois) είναι πως πρόκειται για νέο προϊόν: οι Έλληνες δεν πάστωναν τον γαύρο, έμαθαν αυτό το προϊόν από ξένους και έτσι υιοθέτησαν τη λέξη, κρατώντας όμως την ονομασία που ήδη υπήρχε για την πρώτη ύλη του, τον γαύρο. Γιατί στην περίπτωση του νταουκιού-μερλάγκου δεν έγινε αυτό;

Ίσως η ετυμολογία του ονόματος βοηθήσει. Το «μερλάγκος» είναι μάλλον φανερό πως έχει λατινική ρίζα και ουσιαστικά συμπίπτει με την επίσημη ονομασία του merlangius. Το «νταούκι», όμως; Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Ζώη στο «Λαογραφικό Λεξικό της Ζακύνθου» (από τις πρώτες περιοχές που πρέπει να υιοθέτησαν τις ιταλικές ονομασίες) το επτανησιακό «μπακαλάος» αντιστοιχεί στο ψάρι που στα αρχαία ελληνικά είχε την ονομασία «αντακαίος, ονίσκος».

Για μένα, που δεν είμαι όμως φιλόλογος, η σχέση νταούκι-αντακαίος είναι περίπου προφανής. Και ο διασημότερος από τους αρχαίους Bostanistas, ο Αθήναιος από τη Ναύκρατι, αναφέρει συχνότατα στους Δειπνοσοφιστές τον «αντακαίο τάριχο», τον παστό (ή και αποξηραμένο μόνο) αντακαίο. Μόνο που γενικά θεωρείται πως ο αντακαίος αντιστοιχεί στον οξύρυγχο  του Εύξεινου Πόντου και (μάλλον υπερβολικά) ταυτίζουν τον «αντακαίο τάριχο» με το χαβιάρι. Δεν είμαι ειδικός αλλά ο Αθήναιος αναφέρει τον οξύρυγχο  (της Αιγύπτου) και άλλοι συγγραφείς της εποχής (Αιλιανός Κλαύδιος, πχ) αναφέρονται στον οξύρυγχο της Κασπίας. Γιατί λοιπόν να χρησιμοποιεί άλλο όνομα ο έγκυρος αρχαίος bostanistas;

Η ταύτιση του μερλάγκου με τον «ονίσκο» είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα γιατί ο Αθήναιος αναφέρεται σε δύο ψάρια, τον «όνο» και τον «ονίσκο», με τον πρώτο να ονομάζεται επίσης και «γάδος», ήτοι ο ονίσκος είναι «μικρός γάδος», όπως ακριβώς συμβαίνει με τον ατλαντικό και τον αιγαιοπελαγίτη «μπακαλιάρο». Αναφέρει επίσης ότι και ο ονίσκος παστώνεται, είναι τάριχος δηλαδή.

Να προσθέσω τέλος ότι εκτός από τον «αντακαίο» είναι διάσημος στην αρχαιότητα και ο «Γαδειρικός τάριχος», τα παστά ψάρια που έρχονται από τα Γάδειρα, τη φοινικική αποικία που που βρισκόταν έξω από το Γιβραλτάρ, εκεί που βρίσκεται το σημερινο πασίγνωστο ισπανικό λιμάνι Κάδιξ (Cadiz). Δηλαδή, οι αρχαίοι εκτιμούσαν πολύ τον παστό γάδο που ερχόταν από τα Γάδειρα – είναι συμπτωματικό άραγε το ότι οι δύο λέξεις έχουν την ίδια ρίζα;

Για να τελειώνω αυτό το σχολαστικό κείμενο, κατά τα αρχαία χρόνια o gadus morhua αλιευόταν στον Βισκαϊκό Κόλπο, βόρεια της Ισπανία δηλαδή, και από εκεί μέσω Γαδείρων έφθανε ως το Αιγαίο – αλίπαστος ή απλώς αποξηραμένος, φυσικά. Εκεί τον έλεγαν «γάδο» ή «όνο», είχαν και το δικό τους παστό «ονίσκο» (ή νταούκι ή μερλάγκο ή αντακαίο) οι Έλληνες, άρα η ταύτιση των δύο ειδών είναι πολύ παλιά, αρχαιοτάτη. Ήταν λογικό λοιπόν όταν ο «γάδος» ή «όνος» έγινε «μπακαλιάρος» (μάλλον με την εγκατάσταση Βενετσιάνων και Γενοβέζων τον 13ο αιώνα), κατά το «όνος-ονίσκος» να γίνει «μπακαλιαράκι» ο μικρός δεύτερος ξάδελφός του του Αιγαίου.

[Ο Δημήτρης Ψυχογιός ήταν καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει βιβλία (Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία είναι το τελευταίο του) και στο Βήμα ως «Διόδωρος Κυψελιώτης». Ασχολείται ερασιτεχνικά με την πολιτική, την ελαιοκομία, την οινοποιία και το «Παντοπωλείο της Στοάς Αθανάτων»]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Πρόσφατα άρθρα στην κατηγορία 'Ειδήσεις'