Κουρασμένα ροδάκινα
Όταν αρχίζουν και χαλάνε τα ροδάκινα τελειώνουνε τα ψέματα και το καλοκαίρι μαζί τους. Μπορεί να υπήρξε ανεύρετο φέτος, μια προσδοκία που αναβάλλονταν διαρκώς, πότε γιατί φυσούσε δυνατά, πότε γιατί η ζέστη παρέλυε, είτε είχαμε δουλειές, είτε δεν είχαμε καθόλου, τίποτε. Πάντως τα ροδάκινα έκαναν ό,τι μπορούσαν, αρχίζοντας πρώιμα όπως συνηθίζουν, όχι πολύ ακριβά αλλά με την ωρίμανση υπ’ ευθύνη του αγοραστή. Μέσα από τη σακούλα εμπιστεύονταν στα χέρια μας και τη φροντίδα μας τη μοίρα τους, να τ’ αφήσουμε στο σωστό σημείο να ωριμάσουν από κεκτημένη ταχύτητα, με την απάτη, με την ιδέα.
Κάποιες μέρες υπήρξαν ξαφνιασμένα από την άμεση κατανάλωση, κλάρα- στόμα. Ζουμερά, γλυκά, οι καμπύλες τους απαλές σαν τις πλαγιές των βουνών που τα τρέφουν, σαν το Πήλιο που ήταν πατρίδα της γιαγιάς μου και για μένα πατρίδα ξανακερδισμένη. Αλλά δεν κερδίζεις ποτέ εντελώς μια πατρίδα που δεν γνώρισες στα παιδικά σου χρόνια, που δεν στη διηγήθηκαν και δεν διασταυρώθηκες με τους καημούς της εγκαίρως, γι αυτό και δεν έχω μάθει ακόμα με συνέπεια και ταύτιση την πορεία ενός ροδάκινου από το δέντρο στον πάγκο του μανάβη. Βλέπω μόνο την αγωνία του, πρώτα να προσαρμοστεί στο ημίφως της κουζίνας και να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, ύστερα, στη μέση του καλοκαιριού, να φτάσει γρήγορα το χνούδι του σε δάχτυλα που το αναγνωρίζουν, κι εν συνεχεία, ανεπαίσθητα, να αρχίσει να προδίδει τη μακριά αναμονή σε άγνωστες αποθήκες. Το χνούδι μεν παρόν, η δε σάρκα ασθενής και οδοιπόρος. Απηύδησε να ισορροπεί σε ακατάλληλα κοφίνια, να προτρέχει κι ύστερα να στέκεται κουβαλώντας βάρη και να περιμένει. Φαίνεται η κούραση κάτω από τη φλούδα. Μαράγκιασε η σάρκα, λειώνει ήσυχα, νοστάλγησε το χώμα που της υποσχέθηκαν για ν’ αναπαυτεί.
Φυσικά δεν το παίρνω απόφαση με την πρώτη. Συνεχίζω να ψάχνω, να ρωτάω τους μανάβηδες. Είναι καλά αυτά τα ροδάκινα, ή μήπως έχουν ήδη γεύση πατάτα. Κλάρας είναι, κλάρας, απαντούν ανυπόμονα. Τι να πουν οι άνθρωποι, έμποροι είναι. Ίσως έχουν μετρήσει το χρόνο της παραίτησης μας. Αγοράζω λοιπόν ξανά ροδάκινα, και ξανά και ξανά, μέχρι να φτάσει ο Σεπτέμβρης και να φύγει, κι ακόμα το παιδεύω, αφού αυτοί τα φέρνουν κάποιος θα τα πάρει, και γιατί όχι εγώ, η πιστή οπαδός τους; Φορτώνομαι, τα πηγαίνω σπίτι, κι είναι σα να βογκάνε στα χέρια μου καθώς τα κόβει το μαχαίρι. Δεν σας προλαβαίνουμε, ψιθυρίζουν, δεν επαρκούμε, δε χορταίνετε κι εσείς καλοκαίρι και ζουμιά, δε χορταίνετε πορτοκαλί χρώματα, κι αυτή την ευκολία του καρπού που χωράει στην παλάμη, λες και το έφτιαξε η φύση για το στόμα των ανθρώπων ειδική παραγγελία, δεν χορταίνετε τον πλήρη, τον συμπυκνωμένο ήλιο. Σηκώνουμε και το βάρος του βερίκοκου, του τραγουδισμένου ρίκοκου, που το εξαφανίσατε με την απληστία σας, πληρώνουμε κι αυτή την επιθυμία, τις αμαρτίες σας. Φτάνει, σταμάτα, παραιτήσου, φθινοπώριασε, βγαίνουν τα φρούτα τα λιτά, μήλα έρχονται, αχλάδια, πιο συμμαζεμένα, συμμαζέψου κι εσύ, πότε θα μάθεις λίγη περίσκεψη, λίγο μέτρο;
Αλλά πού ν’ ακούσω εγώ. Αδιόρθωτη, συνεχίζω τις έρευνες στο μανάβη.
Το βιβλίο της Άννας Δαμιανίδη «Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός